φιλαλήθη

φιλαλήθη
φιλαλήθης
loving truth
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
φιλαλήθης
loving truth
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
φιλαλήθης
loving truth
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιλομυθής — ές, Μ ο γεμάτος μυθικές διηγήσεις («βίβλον τὴν λεγομένην φιλαλήθη μᾱλλον δὲ φιλομυθή», Αναστ. Σιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού φιλόμυθος, κατά τα σιγμόληκτα επίθ.] …   Dictionary of Greek

  • Πατροκλής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης της αρχαιότητας από τη Σικυώνα (5ος αι. π.Χ.), πατέρας του Δαίδαλου και του Ναυκύδη του Νεότερου. Σύμφωνα με πληροφορίες του Παυσανία, φιλοτέχνησε με τον Κάναχο τους ανδριάντες του Επικυρίδη και του Eτεονίκη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”